-
1 πορίζω
A , 1101, Th.6.29, etc., lateπορίσω Artem.2.68
: [tense] aor. : [tense] pf. :— [voice] Med., [tense] fut. [dialect] Att.ποριοῦμαι D.35.41
: [tense] aor.ἐπορισάμην Ar.Ra. 880
, etc.: —[voice] Pass., [tense] fut.πορισθήσομαι Th.6.37.94
: [tense] aor. ἐπορίσθην ib.37, etc., [dialect] Dor.- ίχθην Lysis
ap.Iamb.VP 17.75: [tense] pf.πεπόρισμαι Isoc.15.278
, D. 44.3 (in med. sense, Lys.29.7, Aeschin.3.209, Philem.123): [tense] plpf.ἐπεπόριστο Th.6.29
: ([etym.] πόρος):—rarely, like πορεύω, carry, bring, σὲ θεὸς ἐπόρισεν ἁμέτερα πρὸς μέλαθρα (prob. for ἐπῶρσεν, ἔπορσεν) S.El. 1267(lyr.).II bring about, furnish, provide,κακά τινι Hom.
Epigr. 14.10; νίκην, χρήματα, etc., Ar.Eq. 593, Ec. 236, Democr.78, IG22.834.14, etc.;ἀρχὴν πολέμου Ar.Fr.81
;τροφὴν τοῖς στρατιώταις Isoc.12.82
;τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν Pl.Phdr. 275a
: abs.,θεῶν ποριζόντων καλῶς E.Med. 879
: freq. with a notion of contriving or inventing, μηχανὰν κακῶν, πόρους, Id.Alc. 222 (lyr.), Ar.Eq. 759, etc.; ;π. τριβάς Ar.Ach. 386
;διαβολήν Th.6.29
;σωτηρίαν τῷ γένει Pl.Prt. 321b
;τῇ ζητήσει ἀπόκρισιν Id.Phlb. 30d
, etc.:—[voice] Med., furnish oneself with, procure, ; δαπάνην, χρήματα, ὅπλα, Th.1.83, 142, 4.9; τὰς ἡδονάς, τἀγαθά, τἀπιτήδεια, etc., Pl.Grg. 501b, La. 199e, Ax. 368b, etc.; ;τὰ δεῖπνα Alex.257.2
; καινὰ ῥήματα Philem.l.c.; ;ἐκ τῶν ἀλλοτρίων π. τὸν βίον Isoc.12.116
; alsoπ. μάρτυρας Lys. 29.7
;πρόφασιν Id.8.3
;λόγους περὶ ἀδίκων πραγμάτων D.35.41
;αἰτίας χρηστὰς ἐπὶ πράγμασι φαύλοις Plu.2.868d
: sts. alsoπορίζεσθαί τι ἑαυτοῖς X.HG5.1.17
, Pl.Smp. 208e; σημεῖα πεπορίσθαι to have acquired the signs, i.e. know them, Hp.Medic. 14; also, have provided for one, receive, Men.Prot.p.16D.:—[voice] Pass., to be provided,τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο Th.6.29
; ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαὶ.. ἐπορίζοντο inducements were easily provided, Id.3.82;δύναμις ἐκ θεῶν π. Pl.R. 364b
;πίστεις ὑπὸ τοῦ λόγου πεπορισμέναι Isoc. 15.278
, cf. Arist.Rh. 1356a1;τὸ γηροβοσκοὺς κεκτῆσθαι τοῖς ἀνθρώποις πορίζεται X.Oec.7.19
; πράξεις πρὸς τὰ φύ χη καὶ τὰς ἀλέας πεπορισμέναι behaviour adapted to.., Arist.HA 596b22, cf. PA 665b3.2 [voice] Act. in med. sense, find money, raise a loan, PCair.Zen.477.16(iii B.C.); obtain,προστάγματα εἰς τὸ τιμωρηθῆναι αὐτούς PMich.Zen.57.9
(iii B.C.); earn,τὸ ζῆν ἀπὸ τῆς γερδιακῆς PLond.3.846.11
(ii A.D.):—[voice] Pass., ἀπ' ἄλλων συντόμως σοι πορισθὲν ἀποδοθήσεται (sc. τὸ ἀργύριον) PMich.Zen. 56.8 (iii B.C.). -
2 ποριζω
(fut. πορίσω и ποριῶ)1) приводить, привозить(τινὰ πρὸς μέλαθρά τινος Soph.)
2) доставлять, предоставлять, давать(πᾶσιν ἀνθρώποισιν ἀγαθόν Arph.; τροφέν, τοῖς στρατιώταις Isocr.; τοῖς μαθηταῖς ἀλήθειαν Plat.)
θεῶν ποριζόντων καλῶς Eur. — если боги (так) благосклонны;πορίζεσθαι τὰς ἡδονάς Plat. — доставлять себе наслаждения;πορίζεσθαι τέν δαπάνην Thuc. — добывать себе денежные средства;πορίζεσθαι μάρτυρας Lys. — доставать себе свидетелей;πορίζεσθαι τῇ ζητήσει ἀπόκρισιν Plat. — дать ответ на вопрос;ἤδη τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο Thuc. — приготовления были уже закончены3) придумывать, изобретать(μηχανήν τινα κακῶν Eur.; med. πρόφασιν τῆς ἁμαρτίας Lys.)
См. также в других словарях:
πορίζω — ΝΜΑ [πόρος] 1. δίνω σε κάποιον την ευκαιρία να αποκτήσει κάτι, προσπορίζω (α. «η επιχείρηση μάς επόρισε αρκετά κέρδη» β. «καὶ δύνασθαι τροφὴν ἐκ τῶν πολεμίων τοῑς στρατιώταις πορίζειν», Iσοκρ.) 2. μέσ. πορίζομαι α) συνάγω, αποκομίζω, προμηθεύομαι … Dictionary of Greek